φιλίτιον

Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A v. φιδίτιον.

German (Pape)

[Seite 1278] τό, v. l. für φιδίτιον, s. φειδίτιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον
2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια
τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. του φιδίτιον και έχει σχηματιστεί < φιλία + φιδίτιον με συμφυρμό].

Russian (Dvoretsky)

φῐλίτιον: τό Xen., Plut. = φιδίτιον.