φιλίτιον
From LSJ
ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone
English (LSJ)
v. φιδίτιον.
German (Pape)
[Seite 1278] τό, v.l. für φιδίτιον, s. φειδίτιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (στη Σπάρτη) η αίθουσα τών κοινών συσσιτίων, φιδίτιον
2. (μόνον στον πληθ.) τὰ φιλίτια
τα φιδίτια, κοινά γεύματα, συσσίτια στα οποία όλοι οι πολίτες μπορούσαν να δειπνήσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά συχνά ως δ. γρφ. του φιδίτιον και έχει σχηματιστεί < φιλία + φιδίτιον με συμφυρμό].
Russian (Dvoretsky)
φῐλίτιον: τό Xen., Plut. = φιδίτιον.
Middle Liddell
φιλίτιον, ου, τό,
the common hall in which the public table was kept, Xen., Plut.:—others read φιδίτιον or φειδίτιον -ια, (as if from φείδομαἰ a frugal table, cheap dinner.