στρογγυλαίνω

Revision as of 15:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A make round or globular, Hippiatr.104:—Pass., Placit.3.4.5.

German (Pape)

[Seite 955] runden, rund machen, pass. bei Plut. plac. phil. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλαίνω: ποιῶ στρογγύλον ἢ σφαιρικόν, στρογγυλεύω, Πλούτ. 2.894Α, ἐν τῷ παθητ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
arrondir.
Étymologie: στρογγυλός.

Greek Monolingual

ΝΜΑ στρογγύλος
κάνω κάτι στρογγυλό ή σφαιρικό, στρογγυλεύω
νεοελλ.
(αμτβ.) γίνομαι στρογγυλός.

Russian (Dvoretsky)

στρογγῠλαίνω: делать круглым, округлять Plut.