ἀλεξήτωρ

Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ S.OC143, cf. Apollod.Hist.30.

German (Pape)

[Seite 92] ορος, ὁ, Ζεύς Soph. O. C. 141, der Retter; Schol. Od. 23, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ, = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ, Σοφ. Ο. Κ. 143.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
protecteur.
Étymologie: ἀλέξω.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
salvador, protector Ζεῦ S.OC 143, ἰδέα Apollod.Hist.129.

Greek Monolingual

ἀλεξήτωρ (-ορος), ο (Α)
ο ἀλεξητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω].

Greek Monotonic

ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ = ἀλεξητήρ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξήτωρ: ορος ὁ Soph. = ἀλεξητήρ.