ἀλεξήτωρ

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεξήτωρ Medium diacritics: ἀλεξήτωρ Low diacritics: αλεξήτωρ Capitals: ΑΛΕΞΗΤΩΡ
Transliteration A: alexḗtōr Transliteration B: alexētōr Transliteration C: aleksitor Beta Code: a)lech/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ S.OC143, cf. Apollod.Hist.30.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
salvador, protector Ζεῦ S.OC 143, ἰδέα Apollod.Hist.129.

German (Pape)

[Seite 92] ορος, ὁ, Ζεύς Soph. O. C. 141, der Retter; Schol. Od. 23, 198.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
protecteur.
Étymologie: ἀλέξω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξήτωρ -ορος, ὁ ἀλέξω afweerder.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξήτωρ: ορος ὁ Soph. = ἀλεξητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ, = ἀλεξητήρ, Ζεῦ ἀλεξῆτορ, Σοφ. Ο. Κ. 143.

Greek Monolingual

ἀλεξήτωρ (-ορος), ο (Α)
ο ἀλεξητήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω].

Greek Monotonic

ἀλεξήτωρ: -ορος, ὁ = ἀλεξητήρ, σε Σοφ.

Middle Liddell

= ἀλεξητήρ, Soph.]