ἇλος

Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

Dor. for ἧλος.

Greek (Liddell-Scott)

ἇλος: Δωρ. ἀντὶ ἧλος.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἧλος.

English (Slater)

ἇλος
   1 nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71)

Spanish (DGE)

v. ἧλος.

Greek Monolingual

ἇλος, ο (Α)
δωρικός τύπος αντί του ἧλος.

Greek Monotonic

ἇλος: Δωρ. αντί ἧλος, καρφί.

Russian (Dvoretsky)

ἇλος: дор. = ἧλος.