Dor. for ἧλος.
ἇλος: Δωρ. ἀντὶ ἧλος.
dor. c. ἧλος.
ἇλος 1 nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71)
v. ἧλος.
ἇλος, ο (Α)δωρικός τύπος αντί του ἧλος.
ἇλος: Δωρ. αντί ἧλος, καρφί.
ἇλος: дор. = ἧλος.