ἇλος
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Dor. for ἧλος.
Spanish (DGE)
v. ἧλος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἧλος.
Russian (Dvoretsky)
ἇλος: дор. = ἧλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἇλος: Δωρ. ἀντὶ ἧλος.
English (Slater)
ἇλος nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71)
Greek Monolingual
ἇλος, ο (Α)
δωρικός τύπος αντί του ἧλος.