ἀμφιθηγής

Revision as of 16:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ές,

   A sharpened on both sides, two-edged, ξίφος S.Ant. 1309 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 139] zweischneidig, σάγαρις Philipp. 6 (VI, 94).

Spanish (DGE)

-ές de doble filo σάγαρις AP 6.94 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀμφιθηγής, -ές (Α)
ο τροχισμένος και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -θηγής < θήγω].

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιθηγής: Anth. = ἀμφίθηκτος.