ἀνοχλίζω

Revision as of 16:34, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A heave up, A.R.1.1167, Opp.H.5.128, Hsch.    2 heave out of the way, A.R.3.1298.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχλίζω: «ἀναμοχλεύω» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.

Spanish (DGE)

I tr.
1 levantar ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.D.36.202, cf. Hsch.
fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C
en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298
arrancar de raíz τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.

Greek Monolingual

ἀνοχλίζω (AM)
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. ανασηκώνω
2. βγάζω κάποιον από τον δρόμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλίζω «ανακινώ, μετακινώ»].

Russian (Dvoretsky)

ἀνοχλίζω: поднимать ломом или рычагом (λᾶας Anth.).