ἀντίφραγμα

Revision as of 16:41, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A counter-fence, bulwark, πρός τι Plu.2.558d.

German (Pape)

[Seite 263] τό, Gegenbollwerk, Plut. S. N. V. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφραγμα: τό, φραγμὸς ἐναντίον τινός, πρόχωμα, ταῦτα μὲν ὥςπερ ἀντιφράγματά σοι κείσθω πρὸς τοὺς … κατηγορικοὺς ἐκείνους Πλούτ. 2. 558D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
baluarte πρὸς τοὺς ἄγαν πικροὺς ... ἐκείνους Plu.2.558d.

Greek Monolingual

ἀντίφραγμα, το (Α)
οχύρωμα, πρόχωμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφραγμα: ατος τό преграда (πρός τινα или τι Plut.).