ἀπέρρω

Revision as of 16:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A go away, be gone, E.HF260; ἄπερρε away! begone! Ar. Nu.783, Ec.169; οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρρω: ἀπέρχομαι, φεύγω, «ξεκουμπίζομαι», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 260: ἄπερρε, φύγε ἀπ’ ἐδῶ, «ξεκουμπίσου», Λατ. abi in malamrem! Ἀριστοφ. Νεφ. 783, Ἐκκλ. 169: οὕτως, οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον: «οὐκ ἀπελεύσῃ, οὐκ ἀποφθαρήσῃ;» (Α. Β. 422, 9) Κρατῖν. ἐν «Νόμοις» 6· ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἔρρω.

Spanish (DGE)

marcharse ἀπέρρων δ' ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε, ὕβριζ' márchate allí de donde viniste y ejerce allí tu insolencia E.HF 260
cóm. largarse, irse por ahí οὐκ ἀπερρήσεις σὺ θᾶττον; Cratin.123, ἄπερρε ¡largo!, ¡fuera! Ar.Nu.783, Ec.169.

Greek Monolingual

ἀπέρρω (Α) έρρω
φεύγω γρήγορα, ξεκουμπίζομαι.

Greek Monotonic

ἀπέρρω: μέλ. -ερρήσω, απέρχομαι, φεύγω, «τσακίζομαι», σε Ευρ.· ἄπερρε, φύγε! ξεκουμπίσου!, Λατ. in malam rem, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρρω: уходить (ἀπέρρων δ᾽ ἔνθεν ἦλθες ἐνθάδε Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь!