ἀποπειράζω

Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29.    2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.

Spanish (DGE)

1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.

Greek Monolingual

ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.