ἀσυγκρότητος

Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A v. ἀξυγκρότητος.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu’on prend n’importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.

Spanish (DGE)

v. ἀξυγκρότητος.

Greek Monolingual

-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).