αὐτοσίδηρος

Revision as of 17:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ῐ], Dor. -ᾱρος,, ον,

   A of sheeriron, ἅμιλλα αὐ. 'with cold steel', E.Hel.356 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 402] ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσίδηρος: -ον, ἐξ αὐτοῦ τοῦ σιδήρου, σιδηροῦς, ἅμιλλα αὐτ., κτύπημα ξίφους, Εὐρ. Ἑλ. 356.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout de fer.
Étymologie: αὐτός, σίδηρος.

Greek Monolingual

αὐτοσίδηρος, -ον (Α)
φρ. «ἅμιλλα αὐτοσίδηρος» — μονομαχία με σιδερένιο σπαθί (Ευρ.).

Greek Monotonic

αὐτοσίδηρος: [ῐ], -ον, αυτός που προέρχεται από καθαρό σίδηρο, το χτύπημα του ξίφους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσίδηρος: весь из железа: ἅμιλλα αὐ. Eur. удар железом.