δυσέριστος

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A pertaining to unholy strife, αἷμα S.El. 1385 (lyr.); σπουδή Cleanth.Stoic.1.122.

German (Pape)

[Seite 680] 1) αἷμα, Soph. El. 1377, des Unglücks-Streites Blut, Schol. τὸ δι' ἔριν γιγνόμενον κακόν; Döderlein bei Passow, wie ἄζηλος, was nicht zu beneiden; Andere, wie ἂμαχος, = unbezwinglich, – 2) = δύσερις, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέριστος: -ον, γενόμενος ἐν κακῇ ἔριδι, αἷμα Σοφ. Ἠλ. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui accompagne des querelles funestes;
2 difficile à vaincre (dans une dispute).
Étymologie: δυσ-, ἐρίζω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): δυσήρ- Hsch.
1 perteneciente a una contienda impía, que acompaña a querellas funestas, αἷμα S.El.1385, σπουδή Cleanth.Fr.Poet.1.27.
2 de pers. pendenciero Hsch.l.c.

Greek Monolingual

δυσέριστος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από ολέθρια φιλονικία («τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.).

Greek Monotonic

δυσέριστος: -ον, αυτός που ρίχνεται, πέφτει σε άτυχη φιλονικία, διαμάχη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσέριστος: исполненный раздора: τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης Soph. Арей, дышащий кровавым раздором.