ἔγκρυψις

Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A banking up of a fire, Arist.Juv. 470a12.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκρυψις: -εως, ἡ, τὸ ἐγκρύπτειν, τὸ παράχωμα, ἡ δ’ ἔγκρυψις σῴζει τὸ πῦρ Ἀριστ. π. Ζωῆς καὶ Θαν. 5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 hecho de cubrir con cenizas, cubrimiento ἡ δ' ἔ. σῴζει τὸ πῦρ Arist.Iuu.470a12.
2 astrol. acción de ocultarse, ocultación de los planetas PMich.149.10.40 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἔγκρυψις, η (Α)
διατήρηση ενός αντικειμένου μέσα σε κρύπτη, το παράχωμα.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκρυψις: εως ἡ запрятывание, закрывание (ἡ ἔ. σώζει τὸ πῦρ Arst.).