δυσπρόσβατος

Revision as of 19:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, Th.4.129, D.C.56.12.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσβατος, Θουκ. 4. 129.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’accès difficile.
Étymologie: δυσ-, προσβαίνω.

Spanish (DGE)

(δυσπρόσβᾰτος) -ον
de difícil acceso λόφος Th.4.129, χωρίον Poll.1.171, πέτρα D.C.56.12.4, ὄρος D.C.Epit.8.6.1.

Greek Monolingual

δυσπρόσβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύσκολη πρόσβαση, δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσπρόσβᾰτος: -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, δύσκολος στην πρόσβαση, δυσπρόσιτος, δύσβατος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσβᾰτος: малодоступный, неприступный (λόφος Thuc.).