ἐπάγερσις

Revision as of 20:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mustering of forces against an enemy, Εέρξης τοῦ στρατοῦ ἐ. ποιέεται Hdt.7.19.

German (Pape)

[Seite 893] ἡ, dasselbe, στρατοῦ Her. 7, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροισις στρατευμάτων ἐναντίον ἐχθροῦ, Ξέρξης τοῦ στρατοῦ ἐπ. ποιέεται Ἡρόδ. 7. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rassembler des forces contre un ennemi.
Étymologie: ἐπαγείρω.

Greek Monolingual

ἐπάγερσις, η (Α) επαγείρω
συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἐπάγερσις: -εως, ἡ, συνάθροιση στρατιωτικών δυνάμεων, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάγερσις: εως ἡ собирание, сбор, набор (τοῦ στρατοῦ Her.).