ἐπιπροσθέω

Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A to be before or in the way, Thphr.Vent.32; of occultations or eclipses, Zeno Stoic.1.34, Chrysipp.ib.2.199, Procl.Hyp. 5.14, al.; but τούτοις ἐ. <ἡ> ἡλίου ἀνταύγεια Ascl.Tact.12.10; μηδὲν ἔχειν τὸ -προσθοῦν τοῖς πνεύμασι protection from the wind, Ath.Med. ap.Orib.9.12.1: c. dat., Hp.Medic.7, etc.; τὸ μέσον ἐ. τοῖς πέρασι stands before, intercepts the view of, Arist.Top.148b27; ἐ. τοῖς πύργοις is in a line with them, so as to cover one with the other, Plb.1.47.2: metaph., ἡ ὀργὴ . . πολλάκις τοῖς καταλαμβανομένοις -προσθεῖ Chrysipp.Stoic.3.95; τὸν χρόνον -προσθοῦντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων Plu. Per.13; veil, Longin.32.1:—Pass., to be occulted, Theo Sm.p.193 H.: metaph.,ὑπὸ τῶν σαρκῶν -ουμένη [ψυχή] Max.Tyr.15.6; περισπασμοῖς Hierocl.p.53A.; ὑπ' αἰδοῦς Parth.17.3; [τὴντραγῳδίαν] ὑπὸ τῶν ὀνομάτων ἐπιπροσθουμένην obscured, Melanthiusap.Plu.2.41d.

German (Pape)

[Seite 973] (s. θέω), noch dazu, darauf zulaufen. davor sein, bes. im Lichte sein, im Wege stehen, übh. hinderlich sein, τοῖς πύργοις, die Aussicht verdecken, Pol. 1, 47, 2; oft bei Plut., ἡ ὀργὴ τοῖς καταλαμβανομένοις ἐπιπροσθεῖ Plut. de virt. mor. g. E., τὴν τραγῳδίαν ὑπὸ τῶν ὀνομάτων ἐπιπροσθουμένην de audit. 5; bes. von den verdunkelten Himmelskörpern, ἐπιπροσθεῖται ὁ ἥλιος ἐν τῇ ἐκλείψει ὑπὸ τῆς σελήνης Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπροσθέω: (ἐπίπροσθεν) εἶμαι ἐμπρός, ἐμποδίζω, ἐπιπροσθοῦντος τοῦ Κιθαιρῶνος Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 32· μετὰ δοτ., τὸ μέσον ἐπ. τοῖς πέρασι, ἵσταται ἔμπροσθεν, ἀποτελεῖ γραμμὴν μετὰ τῶν περάτων, Ἀριστ. Τοπ. 6. 11, 1· ὥστε τοῖς πρὸς τὴν Λιβύην τετραμμένοις πύργοις... ἐπιπροσθεῖν ἅπασι, νὰ παρεμπίπτῃ πρὸ αὐτῶν ὅλων, νὰ εἶναι ἐμπρὸς αὐτῶν, Πολύβ. 1. 47, 2. - Παθ., ἐπὶ τῆς λάμψεως τοῦ πυρός, καλύπτομαι ὑπὸ σκοτεινοῦ τινος πράγματος, τὸ πῦρ ἐπεσκοτεῖτο τῷ πλεονάζοντι τῆς ὕλης ἐπιπροσθούμενον Γρηγ. Νύσ. 1. 9Β τὴν τραγῳδίαν ὑπὸ τῶν ὀνομάτων ἐπιπροσθουμένην, ἐπισκοτιζομένην, Πλούτ. 2. 41C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être en avant de, particul. intercepter le jour, aveugler ; Pass. être masqué ou obscurci.
Étymologie: ἐπί, προσθέω.

Greek Monotonic

ἐπιπροσθέω: είμαι μπροστά, εμποδίζω, ἐπ. τοῖς πύργοις, έτσι ώστε να καλύπτεται ο ένας από τον άλλο, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπροσθέω: 1) находиться впереди (чего-л.), закрывать, застилать, заслонять (τοῖς τῆς πόλεως πύργοις Polyb.): τὸ ἐπιπροσθοῦν Plut. то, что стоит перед глазами, помеха зрению; τὸ μέσον ἐπιπροσθεῖ τοῖς πέρασιν Arst. середина (прямой линии) закрывает оба (ее) конца;
2) затмевать (ἐπιπροσθεῖται ὁ ἥλιος ὑπὸ τῆς σελήνης Plut.): ὁ τῦφος ἐπιπροσθεῖ Plut. гордыня туманит (сознание), ослепляет.