ἐποχεύω

Revision as of 20:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

of the male animal,

   A spring upon, cover, Arist.GA741a31:—Med., couple with, θερμὸν δ' ἐποχεύετο θερμῷ Emp.90 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 1011] wieder bespringen, von männlichen Thieren, Arist. gen. anim. 2, 5; übertr., sich verbinden, θερμὸν ἐποχεύετο θερμῷ Empedocl. 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποχεύω: ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, ὀχεύω, βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5.

Greek Monolingual

ἐποχεύω (Α)
1. (για αρσενικό) βατεύω, οχεύω, πηδώ.
2. (για υγρό) ανακατώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχεύω «επιβαίνω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐποχεύω: 1) (о животных) покрывать, спариваться Arst.;
2) med. соединяться, сочетаться (τινί Emped.).