ὀχεύω

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχεύω Medium diacritics: ὀχεύω Low diacritics: οχεύω Capitals: ΟΧΕΥΩ
Transliteration A: ocheúō Transliteration B: ocheuō Transliteration C: ocheyo Beta Code: o)xeu/w

English (LSJ)

of male animals,
A cover, τὸ μὲν θῆλυ τίκτειν, τὸ δὲ ἄρρεν ὀχεύειν Pl.R.454d, cf. Hdt.3.85:—the Act. being used of the male, the Pass. of the female, ὀχεύει καὶ ὀχεύεται Arist.HA575a22; so ὠχευμένην Id.GA748a33:—Med., of both sexes, copulate, Hdt.2.64 (of birds), cf. Thphr.Sign.25, al.
II c. acc., mount, cover, τὴν κύνα Pl.Euthd.298e, etc.
2 of the groom, put the horse to the mare, Arist.GA748a19.—It seems to have been the generic word for all animals, v. Ath.8.353e; but was not prop. used of mankind, though in Pl.R.586a it is used of men like beasts, cf. Ph.2.307, M.Ant.10.19.

German (Pape)

[Seite 429] bespringen, von männlichen Tieren, belegen, beschälen, τὴν ἵππον, Her. 3, 85, u. med. sich begatten, ὀρνίθων γένεα ὀχευόμενα, 2, 64; τὸ μὲν θῆλυ τίκτειν, τὸ δὲ ἄῤῥεν ὀχεύειν, Plat. Rep. V, 454 d; εἶδον αὐτὸν ὀχεύοντα τὴν κ ύνα, Euthyd. 298 e; Arist. H. A. 6, 20 u. öfter; u. Sp., wie Luc. V. 1. 1, 22; Plut. de sol. anim. 7. Aber auch = bespringen lassen, τοὺς ἵππους ὀχεύουσι, Arist. de gen. an. 2, 8. – Pass. ὀχεύεσθαι ὑπό τινος, Arist. u. Sp., von weiblichen Tieren, besprungen, belegt werden. – Von Menschen nur selten oder gar nicht gebraucht, vgl. Nähe Choeril. p. 245.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤχευσα, pf. Pass. ὤχευμαι;
couvrir, saillir.
Étymologie: cf. ὀχέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχεύω: (о животных) покрывать, оплодотворять (τὴν ἵππον Her.; τὴν κύνα Plat.; αἱ ὕες ὀχεύονται καὶ ὀχεύουσι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχεύω: ἐν χρήσει ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, βατεύω, τὸ μὲν θῆλυ τίκτειν, τὸ δὲ ἄρρεν ὀχεύειν Πλάτ. Πολ. 454D· τὸ μὲν ἐνεργ. ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, τὸ δὲ παθητ. ἐπὶ τῆς θηλείας, ὀχεύουσι καὶ ὀχεύονται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 12· καὶ τὸ μέσ. ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, μίγνυμαι, συνουσιάζομαι, Ἡρόδ. 2. 64 (ἐπὶ πτηνῶν). ΙΙ. μετ’ αἰτ., «βατεύω», «πηδῶ», «πλακώνω», τὴν ἵππον ὁ αὐτ. 3. 85· τὴν κύνα Πλάτ. Εὐθύδ. 298Ε, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ ἱπποκόμου, βάλλω τὸν ἵππον νὰ βατεύσῃ τὴν θήλειαν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 13. - Φαίνεται ὅτι ἦτο λέξις γενικὴ ἐπὶ πάντων τῶν ζῴων, ἴδε Ἀθήν. 353Α, C· ἀλλὰ κυρίως οὐχὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων, ἴδε πίνακα Ἀριστ.

Greek Monolingual

ὀχεύω)
1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω
2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι
(για θηλ. ζώο) βατεύομαι
αρχ.
1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να το βατεύσει
2. (το μέσ.) (για αρσ. και θηλ. ζώο) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του ρ. με το ὀχοῦμαι «μεταφέρομαι από όχημα ή άλογο» προσκρούει σε δυσχέρειες τόσο μορφολογικές όσο και σημασιολογικές. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. ὀχεύω συνδέεται με το ἔχω «υποτάσσω, γίνομαι κύριος». Έχει, επίσης, διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὀχῶμαι «πηδώ» και ανάγεται σε ρίζα wegh- «κινώ, σείω» (πρβλ. γαιήοχος, οχλεύς, όχλος). Τέλος, έχει προταθεί η παραγωγή του ρ. από τη λ. ὀχεύς «μοχλός, σύρτης που εισέρχεται σε τρύπα του τοίχου». Η μτφ. εξέλιξη από τη σημ. του ὀχεύς στη σημ. του ὀχεύω «βατεύω, συνουσιάζομαι» μπορεί να παραβληθεί κατ' αντίστροφο τρόπο με τη χρήση της λ. κήλων «επιβήτορας ίππος» με σημ. «ξύλινο δοκάρι»].

Greek Monotonic

ὀχεύω: λέγεται για αρσενικά ζώα, συνουσιάζομαι, βατεύω, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για θηλυκά ζώα· Μέσ., και για τα δύο φύλα, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

-εῦσαι
Grammatical information: v.
Meaning: to cover, to mount, midd. to copulate (IA.).
Compounds: Also w. ἐπ-, κατ-, παρ- a.o.
Derivatives: ὀχ-εῖος serving for covering (Din.), -εῖον n. covering-place, stallion (Lycurg., Arist.); -εία f. (X., Arist., pap.), ὀχή f. (Arat.), -ευσις f. (J.) the covering, impregnating, -ευμα n. product of the body (Arist.); -ευτής m. stallion (pap. IIIa), -ευτικός ruttish (Arist., Thphr.); -εύτριαν H. s. ψόαν. -- Also ὀχῶν ὀχευτικῶς ἔχων H., ὀχέωνται (Arat. 1070 verse-end) = ὀχεύωνται.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Etymology debated. Acc. to older interpretation (Curtius a.o.) to ὀχέομαι drive, ride, where (forgoing -εύω) the active diathesis is remarkable. After Prellwitz (thus Bq, WP. 2, 481f. a.o.) however from ἔχω in the sense of overwhelm. More attractive Bosshardt 30 sees in ὀχεύ-ω a denorninative of ὀχεύς, a.o. door-bolt (from ἔχω), prop. of the wooden pin, which was fitted in a hole in the wall to block the door; the ἅπ. λεγγ. ὀχῶν, ὀχέωνται are secondary innovations.

Middle Liddell


of male animals, to cover, Plat.: Pass., of the female: Mid. of both sexes, Hdt.

Frisk Etymology German

ὀχεύω: -εῦσαι
{okheúō}
Grammar: v.
Meaning: decken, bespringen, Med. sich begatten (ion. att.).
Composita : auch m. ἐπ-, κατ-, παρ- u.a.,
Derivative: Davon ὀχεῖος zur Bedeckung dienend (Din.), -εῖον n. ‘Beschälungsplatz, Beschä- ler’ (Lykurg., Arist. usw.); -εία f. (X., Arist., Pap. u.a.), ὀχή f. (Arat.), -ευσις f. (J.) das Bespringen, Befruchtung, -ευμα n. Leibesfrucht (Arist.); -ευτής m. Beschäler (Pap. IIIa u.a.), -ευτικός brünstig (Arist., Thphr. u.a.); -εύτριαν H. s. ψόαν. —Auch ὀχῶν· ὀχευτικῶς ἔχων H., ὀχέωνται (Arat. 1070 Versende) = ὀχεύωνται.
Etymology : Etymologie strittig. Nach älterer Auffassung (Curtius u.a.) zu ὀχέομαι fahren, reiten, wobei (von -εύω abgesehen) die aktive Diathese auffällt. Nach Prellwitz (auch Bq, WP. 2, 481f. u.a.) dagegen von ἔχω im Sinn von überwältigen. Ansprechender sieht Bosshardt 30 in ὀχεύω ein Denorninativum von ὀχεύς, u.a. Türriegel (von ἔχω), eig. vom Holzpflock, der zum Schließen der Türe in ein Loch in der Mauer hineingesteckt wurde; die ἅπ. λεγγ. ὀχῶν, ὀχέωνται sind sekundäre Neubildungen.
Page 2,455

Mantoulidis Etymological

(=βατεύω, συνουσιάζομαι). Ἀπό τό ὄχος τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στό ρῆμα ὀχέω. Παράγωγα τοῦ ὀχεύω: ὀχεία (=συνουσία), ὀχεῖον, ὄχευμα, ὄχευσις, ὀχευτής, ὀχευτικός, ὀχευτός.