επιβαίνω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ἐπιβαίνω (Α) βαίνω
1. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο
2. βατεύω, οχεύω
μσν.- νεοελλ.
ανέρχομαι αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο ή εκτελώ επισκοπικά έργα έξω από τα όρια της επισκοπής μου
αρχ.-μσν.
1. πατώ πάνω σε κάτι («μηδέποτε ἐπιβήσονται αὐτῆς» [της Πελοποννήσου], Θουκ.)
2. προχωρώ
3. κυριαρχώ, άρχω («οἵ τῆς βασιλείας ἐπιβεβήκασιν»)
4. επιτίθεμαι («ἐπέβη τοῖς Ἀχαιοῖς», Πλούτ.)
μσν.
1. καταλαμβάνω, κυριεύω («προσέταξεν Ἀλέξανδρος, ἧς ἐπιβῶσι χώρας, Θηβαῖοι ἀπολέσθωσαν»)
2. επεκτείνομαι («ὁ πόνος ἐπιβαίνει»)
αρχ.
1. καταπατώ, ποδοπατώ
2. ρίχνω όλο το βάρος του σώματός μου κάπου
3. αξιώνω περισσότερα
4. πλησιάζω, κοντεύω
5. τοποθετούμαι πάνω σε κάτι («πυρῆς ἐπιβάντ' ἀλεγεινῆς», Ομ. Ιλ.)
6. έρχομαι σε μια ψυχική διάθεση («πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν» — έφθασαν στο έπακρο της αναίδειας, Ομ. Οδ.)
7. φθάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά («ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα», Πίνδ.)
8. μπαίνω κάπου με τη βία
9. κάνω κάποιον να ανεβεί, ανεβάζω («ὅν ῤα τόθ' ἵππων ὠκυπόδων ἐπέβησε», Ομ. Ιλ.)
10. κάνω κάποιον να φθάσει κάπου («ἀρχαίας ἐπέβασε πότμος συγγενὴς εὐαμερίας», Πίνδ.)
11. σηκώνω και καθοδηγώ («ἡώς, ἥ τε φανεῖσα πολέας ἐπέβησε κελεύθου» — πολλούς σηκώνει και τους βάζει στον δρόμο, Ησίοδ.).