εὐέκτης

Revision as of 21:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἔχὠ

   A of a good habit of body, opp. καχέκτης, Plb. 3.88.2, D.L.2.22: as Adj., ἀθληταί Ph.1.583.

German (Pape)

[Seite 1064] ὁ, sich wohlbefindend, gesund u. kräftig, Pol. 3, 88, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκτης: -ου, ὁ, (ἔχω) ὁ εὐεκτῶν, ὑγιής, εὔρωστος, ἀντίθετον τῷ καχέκτης, Πολύβ. 3. 88, 2, Διογ. Λ. 2. 22.

Greek Monolingual

εὐέκτης, ὁ (Α)
1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ.
β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.)
2. ο πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έκτης (< έχω), πρβλ. καχ-έκτης, πλεον-έκτης].

Russian (Dvoretsky)

εὐέκτης: Polyb., Diog. L. = εὐεκτικός 1.