ἰλυώδης

Revision as of 22:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ες,

   A muddy, slimy, Hp.Coac.512, Max.Tyr.41.3, S.E. M.5.75; ὕδωρ Str.4.1.6; πηλός Arr.Ind.41.3; περίττωμα Gal.1.616; τὸ-ῶδες Plu.2.935a.

German (Pape)

[Seite 1252] ες, = ἰλυόεις; Hippocr.; τὸ ῥέον S. Emp. adv. astrol. 75; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλυώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἰλύν, Ἱππ. 204Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 75, Γαλην.· πηλὸς ἰλ. Ἀρρ. Ἰνδ. σ. 357.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
limoneux, fangeux.
Étymologie: ἰλύς, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ ἰλυώδης, -ες)
γεμάτος ιλύ, λασπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἰλύς + επίθημα -ώδης (πρβλ. ογκ-ώδης, πο-ώδης)].

Russian (Dvoretsky)

ἰλυώδης: (ῑ) илистый (τὸ ῥέον Sext.; θολερὸς καὶ ἰ. Plut.).