καυχήμων

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
vantard.
Étymologie: καυχάομαι.

Greek Monolingual

καυχήμων, -ον (Α) καυχώμαι
αυτός που καυχιέται, ο γεμάτος κομπασμό και αλαζονεία.

Greek Monotonic

καυχήμων: -ον (καυχάομαι), κομπαστικός, καυχησιάρικος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

καυχήμων: 2, gen. ονος хвастливый Babr.