κορυζᾶς

Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,

   A driveller, sniveller, Men.1003.

Greek (Liddell-Scott)

κορυζᾶς: ὁ, (κόρυζα), ὁ ἰσχυρῶς κορυζῶν, «μυξιάρης», Μένανδρ ἐν Ἀδήλ. 413.

Greek Monolingual

κορυζᾱς, -ᾱ, ὁ (Α)
αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. -άς της λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν-άς, φαγ-άς)].

Russian (Dvoretsky)

κορυζᾶς: ᾶ ὁ страдающий сильным насморком Men.