κύτταρος
English (LSJ)
ὁ,
A cell of a honeycomb, Id.V.1111, Arist.HA551b5, 554a18, 555a1. 2 pit in the receptacle of Nelumbium speciosum, Thphr.HP4.8.7. b male flower of the pine, ib.3.3.8, 3.7.3. c = ἐχῖνος 111.1, τῶν δρυῶν οἱ κ., Hsch. 3 metaph., τοὐρανοῦ τὸν κ. the pinnacle of the dome of heaven, Ar.Pax199.
German (Pape)
[Seite 1539] auch κύταρος geschrieben, ὁ, wie κύτος, jeder hohle Raum, jede Höhlung, Wölbung; οὐρανοῦ Ar. Pax 199, mit komischer Anspielung auf die anderen Bdtgn; bes. – a) Bienenzellen; Vesp. 1111; Arist. H. A. 5, 19. 9, 40; Ael H. A. 5, 11. – b) der Kelch, in dem die Eichel sitzt, τὸ πῶμα τῆς βαλάνου, Schol. Ar. Th. 523, vgl. Schol. Ar. Vesp. 1106. – c) der männliche Blüthenzapfen an den Fichten; Schol. Ar. Paz 199; Theophr.; vgl. Ar. Th. 516, wo es übertr. vom männlichen Gliede gebraucht ist; vgl. auch VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κύττᾰρος: ὁ, (κύτος)· ἡ κυψέλη κηρήθρας, ἐν ᾗ τὰ ἔμβρυα τῶν μελισσῶν, σφηκῶν καὶ ἀνθρηνῶν κατατίθενται, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19., 8., 5. 22, 9., 5. 23, 4, ἀλλ. 2) κοίλωμα ἐντὸς τοῦ καυλοῦ τοῦ κυάμου, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 8, 7· ἰδίως ὁ θάλλων κῶνος τῆς πίτυος, ὁ αὐτ. 3. 3, 8. 3) μεταφ. τοὐρανοῦ τὸν κ., τὸν κοῖλον θόλον τοῦ οὐρανοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 voûte (du ciel);
2 alvéole, cellule d’abeille.
Étymologie: κύτος.
Greek Monolingual
κύτταρος, ὁ (Α)
1. κυψέλη κηρήθρας
2. κοίλωμα που υπάρχει μέσα στον βλαστό της κουκιάς
3. κώνος πεύκου
4. το ακανθώδες περίβλημα του καρπού τών κυπελλοφόρων φυτών
5. φρ. «κύτταρος οὐρανοῡ» — ο κοίλος θόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. κύσσαρος δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
κύττᾰρος: ὁ (κύτος),
1. κελί κυψέλης μελισσών ή σφηκών, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., τοὐρανοῦ τὸν κ., θόλος ουρανού, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κύτταρος -ου, ὁ [κύτος] ronde ruimte:. ὥσπερ οἱ σκώληκες ἐν τοῖς κυττάροις zoals de larven in hun cellen Aristoph. Ve. 1111; τοὐρανοῦ τὸν κύτταρον het hemelgewelf Aristoph. Pax 199.
Russian (Dvoretsky)
κύττᾰρος: ὁ1) свод (οὐρανοῦ Arph.);
2) сотовая ячейка Arph., Arst.