λαχνόομαι

Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

Pass.,

   A grow hairy or downy, of a youth's chin, Sol.27.6, AP12.178 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 20] rauch, haarig, wollig werden; γένειον Solon 14, 6; Strat. 20 (XII, 178).

Greek Monotonic

λαχνόομαι: Παθ., γίνομαι χνουδωτός, αποκτώ χνούδι, λέγεται για το σαγόνι νεαρού, σε Σόλωνα, Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λαχνόομαι: покрываться пухом: νυκτὶ λ. Anth. покрываться ночной тьмой.