μανιόκηπος

Revision as of 23:47, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, (κῆπος III) of women,

   A madly lustful, Anacr.158, Com.Adesp.1366.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰνιόκηπος: -ον, (κῆπος ΙΙΙ) ἐπὶ γυναικῶν, ἀκόλαστος, ἀσελγὴς μέχρι παραφροσύνης, ἀνδρομανής, Ἀνδρ. 153.

Greek Monolingual

μανιόκηπος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που πάσχει από νυμφομανία, ανδρομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μανία + κῆπος «γυναικείο εφήβαιο»].

Russian (Dvoretsky)

μανιόκηπος: adj. f болезненно похотливая Anacr.