παρεκθλίβω

Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ῑ],

   A jostle aside, Arist. Pr.932a13 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 513] von der Seite herausdrängen, pass., Arist. probl. 23, 5.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκθλίβω: [ῑ], ἐκθλίβω κατὰ μέρος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 3. ἐν τῷ Παθ.

Greek Monolingual

Α
σπρώχνω, σκουντώ στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκθλίβω «πιέζω, εξωθώ»].

Russian (Dvoretsky)

παρεκθλίβω: (ῑ) теснить сбоку, оттеснять (τὰ ῥεύματα παρεκθλίβεται ἐν τοῖς ποταμοῖς Arst.).