σκουντώ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
-άω, Ν
1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τον σκούντησε»)
2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τον σκουντώ για να διαβάσει»)
3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και σκουντιέμαι
διαγκωνίζομαι, σπρώχνομαι («τρέξαμε στην αυλή να χωρίσουμε τα παιδιά που σκουντιώνταν και σπρώχνονταν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το ρ. σκουντώ έχει σχηματιστεί από το μσν. κουντῶ (με ανάπτυξη προθετικού -σ- πρβλ. σκύπτω: κύπτω) < αρχ. ἀκοντίζω. Κατ' άλλη άποψη < ουσ. κοντός «κοντάρι, ιστός, ράβδος». Κατ' άλλους, τέλος, < αμάρτυρο αρχ. ρ. κοντόω / -ῶ < κοντός «κοντάρι» (βλ. λ. κοντώσιν)].