προαπαντάω

Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A go forth to meet, Th.1.69, 4.92,6.42, Ph.1.286, al., J.AJ13.4.1, al., Luc.VH1.38.    II go to meet before... τῆς ἑῴας ἁπάσης Them.Or.14.183b.    2 take steps in advance or in good time, BGU372 ii 9(ii A.D.).    III to be interposed, intervene, τὰ προαπαντῶντα σώματα Gal.UP8.3(pl.).

German (Pape)

[Seite 707] zuvor- od. entgegenkommen, Thuc. 1, 69. 4, 92 u. Sp., wie Philo u. D. Cass., auch τινά, 39, 28.

Greek (Liddell-Scott)

προαπαντάω: ὑπάγω εἰς προϋπάντησίν τινος, Θουκ. 1. 69., 4. 92. ΙΙ. συναντῶ πρότερον, ὁ αὐτ. 6. 42· τινι Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller le premier au-devant de, τινι.
Étymologie: πρό, ἀπαντάω.

Greek Monotonic

προαπαντάω: μέλ. -ήσω,
I. πηγαίνω από πριν για να συναντήσω, σε Θουκ.
II. προϋπαντώ, συναντώ από πριν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

προᾰπαντάω: упреждать, идти (выходить) навстречу Thuc.: προαπαντήσαντες αὐτοῖς περὶ - v. l. παρὰ - τὸ Ποσειδώνιον Luc. встретившись с ними у храма Посидона.