προσκαθέλκω

Revision as of 03:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

aor. part. -ελκύσας,

   A haul down besides, πλοῖα Plu.Cam.8.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαθέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα, καθέλκω, καταβιβάζω εἰς τὴν θάλασσαν προσέτι, πλοῖα Πλουτ. Κάμιλλ. 8.

French (Bailly abrégé)

f. προσκαθέλξω, ao. προσκαθείλκυσα, etc.
en parl. de navires mettre à la mer avec (d’autres).
Étymologie: πρός, καθέλκω.

Greek Monolingual

Α
σύρω κάτω, κατεβάζω στη θάλασσα επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω, καταβιβάζω»].

Greek Monotonic

προσκαθέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα, καθέλκω, ρίχνω στη θάλασσα κάτι, πλοῖα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσκαθέλκω: (aor. προσκαθείλκῠσα) вместе с тем стаскивать, спускать на воду (πλοῖα Plut.).