σποδιά

Revision as of 03:51, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ion. σποδ-ιή, ἡ,

   A heap of ashes, ashes, Od.5.488, E.Cyc.615(lyr.), Pl.Com.173.9, LXX Le.4.12; σ. οἰναρέη ashes of vine-twigs, Hp.Mul. 2.195; σποδιῇ κεχριμένος prob. in Call.Dian.69; freq. in Epitaphs, AP7.279,435 (Nicand.); διψὰς σ. ib.9.549 (Antiphil.); scoria, dross of metals, Dsc.5.126.

German (Pape)

[Seite 923] ἡ, ion. σποδιή, der Aschenhaufen, die Asche; δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ, Od. 5, 488; vgl. Eur. Cycl. 610; oft in der Anth.: διψάς, Antiphil. 39 IX, 5491; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον, Callim. (XII, 139), wie oft übtr., μέλαινα, Ep. ad. 482 (VII, 10), ψυχρή, 670 (VII, 279), u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σποδιά: Ἰων. -ιή, ἡ, σωρὸς σποδοῦ, τέφρας, Ὀδ. Ε. 488, Εὐρ. Κύκλ. 615, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 1. 9· σποδιῇ κεχρισμένος Καλλ. εἰς Ἄρτ. 69· συχν. ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 279, 435, κ. ἀλλ.· σκωρία τῶν μετάλλων, Διοσκ. 5. 85, Ἡσύχ. ΙΙ. μεταφορ., πρβλ. σποδὸς IV.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
cendre.
Étymologie: σποδός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α
1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ
β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.)
2. στάχτη από την καύση νεκρού
3. σκουριά μετάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. -ιά (πρβλ. στρατ-ιά)].

Greek Monotonic

σποδιά: Ιων. -ιή, (σποδός) ·
I. σωρός από στάχτες, στάχτες, τέφρα, χόβολη, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. μεταφ. = σποδός III, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σποδιά: эп.-ион. σποδιή
1) зола, пепел (Hom., Eur.; πῦρ ὑπὸ τῇ σποδιῇ κεκρυμμένον Anth.);
2) прах, останки Anth.