χόβολη
From LSJ
Greek Monolingual
η, ΝΜ
θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χόβολη, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο βεν. τ. fogolo (πρβλ. ιταλ. face «φωτιά», focalaio «εστία»), μέσω ενός τ. φόγολη. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ. αθοβόλι (< άθος «στάχτη» + βάλλω, πρβλ. αραξοβόλι) με σημ. «τόπος όπου βάζουν τη στάχτη» ως εξής: αθοβόλι > αθόβολη > θόβολη (με σίγηση του αρκτικού άτονου α-) > φόβολη (με τροπή του -θ- σε -φ-, πρβλ. θηκάρι: φηκάρι) > χόβολη (με ανομοίωση τών δύο χειλικών -φ- και -β-)].