συμπαρανεύω

Revision as of 04:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A express assent also, Arist.Rh.1407a37; τοῖς λεγομένοις Aristid.Or.51(27).33.

German (Pape)

[Seite 984] mit od. zugleich zunicken, Beifall geben, Arist. rhet. 3, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανεύω: δηλῶ ὡσαύτως συναίνεσιν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

donner son assentiment ensemble.
Étymologie: σύν, παρανεύω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανεύω «νεύω, κλίνω»].

Greek Monolingual

Α
συναινώ επίσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανεύω «νεύω, κλίνω»].

Greek Monotonic

συμπαρανεύω: μέλ. -σω, εκφράζω επίσης συναίνεση, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπαρανεύω [σύν, παρά, νεύω] meeknikken (om instemming te betuigen).

Russian (Dvoretsky)

συμπαρανεύω: давать согласие, соглашаться Arst.