συναινώ
From LSJ
Greek Monolingual
συναινῶ, -έω, ΝΜΑ
συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, παραδέχομαι («τῶν Καρχηδονίων ὀλίγοι μὲν ἦσαν οἱ συναινοῦν
τες μὴ παραβαίνειν τὰς ὁμολογίας», Πολ.)
αρχ.
δίνω, παραχωρώ («δῶρά μοι ξυναίνεσον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + αἰνῶ «συγκατανεύω» (< αἶνος)].