συνδιαβιβάζω

Revision as of 04:11, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

causal of συνδιαβαίνω,

   A carry through or over together, Pl.Lg.892e, X.HG6.2.10; help to convey across, τὴν στρατιάν Plu.Luc. 4.

German (Pape)

[Seite 1007] mit oder zugleich durch- od. überführen; Plat. Legg. X, 892 e; τὴν στρατιάν, Plut. Lucull. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαβῐβάζω: μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ συνδιαβαίνω, διαβιβάζω ὁμοῦ διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι, Πλάτ. Νόμ. 892E, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 10.

French (Bailly abrégé)

faire traverser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διαβιβάζω.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάποιον ή κάτι διά μέσου μιας περιοχής ή διαπεραιώνω κάποιον ή κάτι στο απέναντι μέρος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον
2. βοηθώ στη μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων.

Greek Monotonic

συνδιαβιβάζω: μτβ. του συνδιαβαίνω, διαβιβάζω από κοινού απέναντι ή μέσα από, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαβῐβάζω: вместе переправлять, перевозить Xen., Plat.: τὴν στρατιάν τινι συνδιαβιβάσαι Plut. помочь кому-л. переправить армию.