συνερύω

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Ion. συνειρύω,

   A draw together, in aor. Pass., ὁκόταν . . συνειρυσθῇ ὑπὸ τοῦ ῥίγεος Hp.Morb.1.26: pf. Pass. συνείρ<υ>ται· συνέσπασται, Hsch.    2 metaph. in Act., τίς σε δαιμόνων κακῇ ἀθυμίῃ ξυνείρυσεν; Epigr. ap. D.L.2.112.

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].

Greek Monolingual

και ιων. τ. συνειρύω Α
συνέλκω, συσπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐρύω «έλκω, σύρω»].

Russian (Dvoretsky)

συνερύω: (impf. συνείρυον) втягивать, вовлекать, (ἀθυμίῃ τινά Diod.).