συκάμινον
English (LSJ)
τό,
A fruit of the συκάμινος, mulberry, Amphis 38, Arist.Rh.1413a21, Diocl.Fr.140, LXX Am.7.14; its juice was used by women as a wash, Eub.98.2, Philippid. 19.1. II = συκόμορον, Dsc.1.127. III = σῦκον 11, Sch.Ar.Ra. 1278. IV a disease of horses, Hippiatr.127.
German (Pape)
[Seite 973] τό, die Frucht der συκάμινος, die Maulbeere; ihr Saft diente den Frauen als Schminke, Eubul. bei Ath. XIII, 557 f u. Philippides bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, ὁ καρπὸς τῆς συκαμίνου, τὸ μόρον, κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ μέλαν) καὶ λευκόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mûre, fruit.
Étymologie: συκῆ.
Spanish
Greek Monotonic
σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, καρπός του δέντρου συκάμινος, μούρο, Λατ. morum, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῡκάμῑνον: (ᾰ) τό тутовая ягода Arst.