σχολάρχης

Revision as of 04:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A head of a school, Id.5.2, PRyl.397.3 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, Vorsteher einer Schule.

Greek (Liddell-Scott)

σχολάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς σχολῆς, σχολάρχης ἐγένετο τῆς ἐν Ἀκαδημείᾳ σχολῆς Ξενοκράτης Διογ. Λ. 5. 2· - σχολαρχέω, ὁ αὐτ. 8. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν
αρχηγός ή ιδρυτής καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής
νεοελλ.
διευθυντής σχολαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + -άρχης (< ἄρχω)].

Russian (Dvoretsky)

σχολάρχης: ου ὁ глава школы Diog. L.