τεκμηριόω

Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A prove positively, Th.1.3, D.H.1.89, etc.; Ὅμηρος . . εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι if he seem a sufficient voucher, Th.1.9; τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι . .thus much evidence he gave to the fact that... Id.3.104; of symptoms, indicate, Orib.Syn. 9.43:—Pass., to be proved, τισι by facts, D.C.75.13.    II later in Med., draw inferences, Phld.D.3.8, Ph.2.505, A.D.Pron.87.7; ἀπό τινων Phld.Sign.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 1082] einen Beweis geben, beweisen, Thuc. 1, 9. 3, 104; u. med. aus Zeichen abnehmen, schließen, Sp., wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμηριόω: ἀποδεικνύω διὰ τεκμηρίων, καταδεικνύω μετὰ βεβαιότητος, Θουκ. 1. 3, Διον. Ἁλ., κλπ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, νὰ ἀποδείξῃ διὰ τεκμηρίων, Θουκ. 1. 9· τοιαῦτα ἐτεκμηρίωσεν ὅτι..., τοιαύτην βεβαίαν ἀπόδειξιν παρέσχε περὶ τοῦ ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 104. ― Παθ., ἀποδεικνύομαι, τινι, ἔκ τινος γεγονότος, Δίων Κ. 75. 13. ΙΙ. Μέσ., = τεκμαίρομαι παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν, οἷον Φίλωνι 2. 505, Ἀπολλων. περὶ Συντάξ. 371Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner une preuve, prouver.
Étymologie: τεκμήριον.

Greek Monotonic

τεκμηριόω: μέλ. τεκμηριώσω, αποδεικνύω με βεβαιότητα, σε Θουκ.· εἴ τῳ ἱκανὸς τεκμηριῶσαι, αν μπορεί να αποδείξει με τεκμήρια, στον ίδ.· τοσαῦτα ἐτεκμηρίωσε ὅτι..., τέτοια βέβαιη απόδειξη έδωσε στο γεγονός ότι..., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τεκμηριόω: представлять доводы, доказывать, свидетельствовать Thuc.