δελεάρπαξ

Revision as of 06:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

αγος, ὁ, ἡ,

   A snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).

Greek (Liddell-Scott)

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.

French (Bailly abrégé)

αγος (ὁ, ἡ)
qui saisit avidement l’appât.
Étymologie: δέλεαρ, ἁρπάζω.

Spanish (DGE)

-αγος que se engancha al cebo πέρκη AP 7.504 (Leon.).

Greek Monolingual

δελεάρπαξ (-άγος), ο, η (Α) (για ψάρι) αυτός που αρπάζει το δόλωμα από το αγκίστρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεαρ + άρπαξ (-γος)].

Greek Monotonic

δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, αυτός που αρπάζει το δόλωμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δελεάρπαξ: ᾰγος adj. хватающий приманку (πέρκη Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δελεάρπαξ -αγος [δέλεαρ, ἅρπαξ] die het aas wegrukt.