παραδράω

Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A to be at hand, serve, οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ep. for -δρῶσι) Od.15.324.

German (Pape)

[Seite 477] Jemandem dienen, τινί τι, οἷάτε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι (gedehnt aus παραδρῶσι) χέρηες, Od. 15, 324.

Greek (Liddell-Scott)

παραδράω: ὑπηρετῶν (τινι), οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες (Ἐπικ. ἀντὶ -δρῶσι) Ὀδ. Ο. 324· πρβλ. ὑποδράω, παραδιακονέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
3ᵉ pl. sbj. épq. παραδρώωσι;
être serviteur, servir.
Étymologie: παρά, δράω.

English (Autenrieth)

3 pl. παραδρώωσι: perform in the service of; τινί, Od. 15.324†.

Greek Monotonic

παραδράω: Επικ. γʹ πληθ. παραδρώωσι, απλώνω το χέρι, υπηρετώ κάποιον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

παραδράω: работать (на кого-л.), прислуживать (τινι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-δράω, ep. praes. indic. act. 3 plur. παραδρώωσι, diensten verrichten.