παρατρωπάω

Revision as of 07:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

poet. for παρατρέπω, [θεοὺς] θυέεσσι . . παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι

   A turn away the anger of the gods... Il.9.500.

German (Pape)

[Seite 504] poet. statt παρατρέπω, Il. 9, 500, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, die Menschen machen die Götter durch Opfer anderes Sinnes, versöhnen sie, Hesych. erkl. παραπείθουσι τῆς ὀργῆς.

Greek (Liddell-Scott)

παρατρωπάω: ποιητ. ἀντὶ παρατρέπω, μεταπείθω, ἐξιλεῶ, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ’ ἄνθρωποι, παρατρέπουσιν, ἀποτρέπουσιν τὴν ὀργὴν αὐτῶν, Ἰλ. Ι. 500.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poét. c. παρατρέπω.
Étymologie: παρά, τρωπάω.

English (Autenrieth)

(τρέπω): fig., change in purpose, move, propitiate. θεοὺς θύεσσι, Il. 9.500†.

Greek Monotonic

παρατρωπάω: ποιητ. αντί παρατρέπω, θεοὺς θυέεσσι παρατρωπῶσ' ἄνθρωποι, παίρνω πίσω, καταπραΰνω το θυμό των θεών με θυσίες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παρατρωπάω: (= παρατρέπω
5) отвращать (гнев), т. е. умилостивлять (θεοὺς θυέεσσι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρατρωπάω [~ παρατρέπω] vermurwen.