ποντοπορεύω

Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A pass over the sea, Ep.inf. -έμεναι Od.5.277: elsewh. in part., πλέεν . . ποντοπορεύων ib.278, cf.7.267: later in med., Orac. ap. Plu.Thes.24.

German (Pape)

[Seite 681] das Meer bereisen, befahren, Od. 5, 277. 7, 267 u. sp. D., wie Theaet. Schol. 4 (Plan. 221); auch im med., or. bei Plut. Thes. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ποντοπορεύω: διέρχομαι τὴν θάλασσαν, Ἐπικ. ἀπαρ. -έμεναι Ὀδ. Ε. 277· ἐν τῷ ἑπομένῳ στίχῳ κατὰ μετοχήν, πλέεν... ποντοπορεύων Ε. 278, Η. 267· μεταγεν. ὡς ἀποθ., Χρησμ. ἐν Πλουτ. Θησεῖ 24.

French (Bailly abrégé)

parcourir ou traverser la mer.
Étymologie: ποντοπόρος.

English (Autenrieth)

and ποντοπορέω: traverse the sea. (Od.)

Greek Monolingual

Α ποντοπόρος
διαπλέω τη θάλασσα, ποντοπορώ, θαλασσοπορώ.

Greek Monotonic

ποντοπορεύω: περνώ πάνω από τη θάλασσα, Επικ. απαρ. -έμεναι, σε Ομήρ. Οδ.· μτχ. ποντοπορεύων, αυτός που διασχίζει τη θάλασσα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ποντοπορεύω: Hom., med. Plut. = ποντοπορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποντοπορεύω en ποντοπορέω [ποντοπόρος] over zee varen.