τροχάζω

Revision as of 09:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

(τρέχω)

   A run quickly, Hdt.9.66, X.An.7.3.46, etc.; τ. στάδια πλείω Σωτάδου Philetaer.3; ἵπποις τ., of a charioteer, E.Hel. 724; of a horse, Arist.HA604b12; τ. ἐν τοῖς ὅπλοις Plb.10.20.2; τὸν μακρὸν τ. δρόμον Inscr.Prien.112.111 (i B. C.); τροχάσαι τὴν λαμπάδα run the torch-race, OGI764.54 (Pergam., ii B. C.); make a forced march, App.BC3.88; Astrol., of the moon, τὰ μεγάλα, τὰ μείζονα, τὰ ἥττονα τ., Gal.19.556,562; ἐπὶ τὰ μείζονα τ. ibid.—The Verb was rejected by the Atticists, AB114.

Greek (Liddell-Scott)

τροχάζω: (τροχὸς) τρέχω ὡς τροχός, τρέχω ἐμπρός, ταχέως, Ἡρόδ. 9. 66, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 46, κλπ.· κἂν δῇ, τροχάζω στάδια πλείω Σωτάδου Φιλέταιρος ἐν «Ἀταλάντῃ» 1· τρ. ἵπποις, ἐπὶ ἁρματηλάτου, Εὐρ. Ἑλ. 724· ἐπὶ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· τρ. ἐν τοῖς ὅπλοις Πολύβ. 10. 20, 2. - Μέσ. παρ’ Εὐστ. Πονημ. 245. 67. - Τὸ ῥῆμα τοῦτο ἀπεδοκίμαζον οἱ ἀττικίζοντες, Λοβ. εἰς Φρύν. 582.

French (Bailly abrégé)

courir.
Étymologie: τρόχος.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τροχός ή τρόχος]
(για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό
μσν.-αρχ.
τρέχω
αρχ.
1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω
2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῑς ὅπλοις» — κάνω οπλασκία (Πολ.)
β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» — τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία.

Greek Monotonic

τροχάζω: μέλ. τροχάσω, (τροχός) τρέχω σαν τροχός, τρέχω μπροστά, τρέχω γρήγορα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· τροχάζω ἵπποις, λέγεται για αρματηλάτη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τροχάζω: бегать, бежать, мчаться Her., Eur., Xen. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχάζω [τρέχω] snel lopen, snel rijden.