συγκουφίζω

Revision as of 13:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

   A help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.

German (Pape)

[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.

French (Bailly abrégé)

contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].

Greek Monotonic

συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκουφίζω: 1) делать легче, облегчать (βάρος τι Sext.);
2) поддерживать (для облегчения), приподнимать (τινά Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κουφίζω helpen licht te maken of te verlichten; uitbr. helpen drijvende te houden (van zwemmers in zee).