δέδια

Revision as of 00:25, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

poet. δείδια,

   A v. δείδω.

German (Pape)

[Seite 534] p. δείδια, s. δείδω.

French (Bailly abrégé)

v. δείδω.

Spanish (DGE)

v. δείδω.

Greek Monotonic

δέδια: ποιητ. δείδια, παρακ. με ενεστ. σημασία του δείδω.

Russian (Dvoretsky)

δέδια: pf. к δείδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέδια indic. perf. act. van*δίω.

Frisk Etymological English

δεδίσκομαι, δεδίττομαι See also: s. δείδω.