σκαλαθύρω
English (LSJ)
[ῡ], (σκάλλω)
A dig, Hsch.: sens. obsc., Ar.Ec.611.
German (Pape)
[Seite 888] a) eigtl., von σκάλλω, graben, Hesych. – b) im obscönen Sinne, beschlafen; ἢν μείρακ' ἰδὼν ἐπιθυμήσῃ καὶ βούληται σκαλαθῦραι, Ar. Eccl. 611, Schol. συνουσιάσαι.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλᾰθύρω: [ῡ], (σκάλλω) σκάπτω, σκαλίζω, «λάθρα πλησιάζω» καὶ «ἀκολασταίνω» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = βινέω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.
French (Bailly abrégé)
jouer.
Étymologie: σκάλλω.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) σκάβω, σκαλίζω
2. συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάλλω «σκαλίζω» + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω». Το ρ. χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμό με σημ. «συνευρίσκομαι ερωτικά»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαλαθύρω [σκάλλω, ἄθυρμα ‘speelgoed, speeltje’] omwoelen, schoffelen; bargoens voor neuken. Aristoph. Eccl. 611.
Russian (Dvoretsky)
σκᾰλᾰθύρω: (ῡ) копать, рыть, перен. Arph. = βινέω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: Cf. σκαλαθύρων ἀκολασταίνων, ὁ σκαλεύων H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Through combination of σκάλλω with ἀθύρω arose σκαλαθύρω euphemism for futuo (Ar. Ek. 611) with σκαλαθυρμάτια n. pl. petty squibbles (Ar. Nu. 630); on the type of comp. Schwyzer 645 w. n. 1. Cf. DELG s.v. σκάλλω, and Taillardat, Images d' Aristophane 296 n. 3
See also: s. σκάλλω.